- ἐμποιήσαι
- ἐμποιήσαῑ , ἐμποιέωmake inaor opt act 3rd sgἐμποιήσαῑ , ἐμποιέωmake inaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμποιῆσαι — ἐμποιέω make in aor inf act ἐμποιέω make in aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμποιώ — ( έω) (AM ἐμποιῶ) 1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ 2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», Ξεν.) αρχ. 1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῑς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν … Dictionary of Greek